σύγχρονος

σύγχρονος
-η, -ο
επίρρ. και συγχρόνως
1. αυτός που γίνεται την ίδια στιγμή, ταυτόχρονος: Χάρη στα τεχνικά μέσα είναι δυνατή η σύγχρονη με τη διεξαγωγή του μετάδοση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. – Υπαγόρευε συγχρόνως σε δύο δακτυλογράφους.
2. της ίδιας εποχής ή ηλικίας: Ο Θουκυδίδης ήταν σύγχρονος του Ευριπίδη.
3. αυτός που ανήκει στην εποχή μας, μοντέρνος: Η σύγχρονη επιστήμη αναθεώρησε πολλές παλιές απόψεις. – Η αεροπορία μας ενισχύθηκε με σύγχρονα αεροπλάνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σύγχρονος — contemporaneous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγχρονος — η, ο / σύγχρονος, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει στην ίδια χρονική στιγμή ή περίοδο με άλλον ή έχει την ίδια ηλικία με άλλον νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με άλλον, ταυτόχρονος 2. αυτός που ανήκει στην παρούσα εποχή, που… …   Dictionary of Greek

  • σύγχρονον — σύγχρονος contemporaneous masc/fem acc sg σύγχρονος contemporaneous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινή γνώμη — Σύγχρονος όρος, που πέρασε από την κοινωνιολογική ορολογία στην καθημερινή χρήση, για να χαρακτηρίσει την ομαδική συμμετοχή μιας κοινότητας (έθνους, πόλης) στα διεθνή γεγονότα, στα μεγάλα συμβάντα της επικαιρότητας, στις μεταβολές των ηθών και… …   Dictionary of Greek

  • Μετρό της Αθήνας — Σύγχρονος υπόγειος σιδηρόδρομος της Αθήνας. Αποτελείται από δύο γραμμές που καλύπτουν τις διαδρομές Σεπόλια –Ομόνοια –Σύνταγμα –Δάφνη (Γραμμή 2) και Εθνική Άμυνα –Σύνταγμα (Γραμμή 3). Τον Απρίλιο του 2003 δόθηκε στην κυκλοφορία το τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Σίμων ο Μάγος — Σύγχρονος του Ιησού (1ος αι. μ.Χ.), από τη Σαμάρεια ή την Κύπρο, μάγος και αιρετικός του χριστιανισμού. Παρακολουθώντας το κήρυγμα του Φίλιππου στη Σαμάρεια, ο Σ. πείστηκε ότι ο χριστιανισμός ήταν ισχυρότερος από τη μαγική δύναμη και βαφτίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • συγχρόνοις — σύγχρονος contemporaneous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχρόνου — σύγχρονος contemporaneous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχρόνους — σύγχρονος contemporaneous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχρόνῳ — σύγχρονος contemporaneous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”